- αμετροφάγος
- -οαυτός που τρώει χωρίς μέτρο, λαίμαργος, αδηφάγος.[ΕΤΥΜΟΛ. < άμετρος + -φάγος < ἔφαγον, αόρ. β΄ τού ρημ. τρώγω.ΠΑΡ. νεοελλ. αμετροφαγία].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
άμετρος — η, ο (Α ἄμετρος, ον) 1. αυτός που δεν είναι δυνατό να μετρηθεί, ο αμέτρητος 2. πολυπληθής, αναρίθμητος, άπειρος 3. ο δίχως ποιητικό μέτρο, ο μη έμμετρος αρχ. 1. ασύμμετρος, δυσανάλογος, ανάρμοστος 2. (με ηθική σημασία) αυτός που φθάνει στην… … Dictionary of Greek
αμετροφαγία — η [αμετροφάγος] το να τρώει κανείς χωρίς μέτρο, πολυφαγία, λαιμαργία, αδηφαγία … Dictionary of Greek